φρεσκογυαλισμένος

φρεσκογυαλισμένος
-η, -ο
αυτός που μόλις γυαλίστηκε, που πριν από λίγο στιλβώθηκε: Φρεσκογυαλισμένα παπούτσια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρεσκογυαλισμένος — η, ο, Ν πρόσφατα γυαλισμένος …   Dictionary of Greek

  • νεόσμηκτος — νεόσμηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που καθαρίστηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος, φρεσκογυαλισμένος («θωρήκων τε νεοσμήκτων, σακέων τε φαεινῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σμηκτος (< σμήχω «καθαρίζω»), πρβλ. αλί σμηκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”